- αλλοπλαστική
- ηη χρησιμοποίηση νεκρού υλικού (μέταλλο, συνθετική ουσία) σε πλαστικές εγχειρήσεις.[ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < αλλο-* + πλαστική, θηλ. τού πλαστικός, πρβλ. αγγλ. alloplasty].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλλο- — Γλωσσ. α συνθετικό ουσιαστικών, επιθέτων και ρημάτων τόσο τής αρχαίας όσο και της νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα. Ετυμολογικά συνδέεται με τη λ. άλλος. Το αλλο ως α συνθετικό δηλώνει συνήθως τη σημασία τού «διαφορετικός, αλλιώτικος,… … Dictionary of Greek
αλλοπλασία — η η αλλοπλαστική*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο ελληνικός όρος πλάστηκε < αλλο * + πλασία*] … Dictionary of Greek